- μαγνητοσκόπιο
- το [μαγνητοσκοπώ]συσκευή εγγραφής και αναπαραγωγής εικόνων και ήχων τηλεόρασης σε μαγνητική ταινία, βίντεο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηλεκτροτεχνία — Επιστήμη που μελετά, σχεδιάζει και πραγματοποιεί τις εφαρμογές του ηλεκτρισμού. Τον 19ο αι. η παραγωγή, η συσσώρευση και η χρησιμοποίηση του ηλεκτρισμού, χάρη στις εργασίες διάσημων επιστημόνων, γινόταν με κριτήρια όλο και περισσότερο βιομηχανικά … Dictionary of Greek